Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
ὑπερήδομαι
ὑπερημερίᾱ
ὑπερήμερος
ὑπερημίσεις
ὑπέρημος
ὑπερηνορέη
ὑπερηνορέων
View word page
ὑπερ-εχθαίρω
ὑπερεχθαίρωvb detest beyond measureboastful languageS.

ShortDef

to hate exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερεχθαίρω
Headword (normalized):
ὑπερεχθαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπερεχθαιρω
IDX:
40939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40940
Key:
ὑπερεχθαίρω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-εχθαίρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>εχθαίρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>detest beyond measure</Tr><Obj>boastful language<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερεχθαίρω'}