Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
ὑπερήδομαι
ὑπερημερίᾱ
ὑπερήμερος
ὑπερημίσεις
ὑπέρημος
View word page
ὑπερ-ευδαιμονέω
ὑπερευδαιμονέωcontr.vb be exceptionally prosperousArist.

ShortDef

to be exceeding happy

Debugging

Headword:
ὑπερευδαιμονέω
Headword (normalized):
ὑπερευδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
υπερευδαιμονεω
IDX:
40937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40938
Key:
ὑπερευδαιμονέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ευδαιμονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>ευδαιμονέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be exceptionally prosperous</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερευδαιμονέω'}