Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
ὑπερήδομαι
ὑπερημερίᾱ
ὑπερήμερος
ὑπερημίσεις
View word page
ὑπερ-ευγενής
ὑπερευγενήςέςadj of personsexceedingly well-bornArist.

ShortDef

exceeding noble

Debugging

Headword:
ὑπερευγενής
Headword (normalized):
ὑπερευγενής
Headword (normalized/stripped):
υπερευγενης
IDX:
40936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40937
Key:
ὑπερευγενής

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ευγενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>ευγενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>exceedingly well-born</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερευγενής'}