Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
ὑπερήδομαι
View word page
ὑπερ-εσθίω
ὑπερεσθίωvb overeatX.

ShortDef

to eat immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερεσθίω
Headword (normalized):
ὑπερεσθίω
Headword (normalized/stripped):
υπερεσθιω
IDX:
40933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40934
Key:
ὑπερεσθίω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-εσθίω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>εσθίω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>overeat</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερεσθίω'}