Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
View word page
ὑπερ-έρχομαι
ὑπερέρχομαιmid.vb go beyonda placeX. excelw.dat.in achievementsPi. of desirescome in excessE.tm.

ShortDef

to pass over

Debugging

Headword:
ὑπερέρχομαι
Headword (normalized):
ὑπερέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερερχομαι
IDX:
40932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40933
Key:
ὑπερέρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-έρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>έρχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>go beyond</Tr><Obj>a place<Au>X.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>excel</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in achievements<Au>Pi.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of desires</Indic><Tr>come in excess</Tr><Au>E.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερέρχομαι'}