Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
View word page
ὑπερ-εράω
ὑπερεράωcontr.vb be exceedingly passionatew.gen.about sthg.Plu.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερεράω
Headword (normalized):
ὑπερεράω
Headword (normalized/stripped):
υπερεραω
IDX:
40931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40932
Key:
ὑπερεράω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-εράω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>εράω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be exceedingly passionate<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>about sthg.</Expl></Tr><Au>Plu.<LblR>cj.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερεράω'}