Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
View word page
ὑπ-ερέπτω
ὑπερέπτωvbὑπό of a rivereat awayw.acc.groundfrom underw.gen.feetIl.

ShortDef

to eat away from under

Debugging

Headword:
ὑπερέπτω
Headword (normalized):
ὑπερέπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερεπτω
IDX:
40930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40931
Key:
ὑπερέπτω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπ-ερέπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπ<hyph/>ερέπτω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ὑπό</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a river</Indic><Tr>eat away<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>ground</Prnth>from under</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>feet<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερέπτω'}