Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
View word page
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτᾱdial.3sg.athem.aor.ὑπερέπτατο3sg.athem.aor.mid.seeὑπερπέτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερέπτᾱ
Headword (normalized):
ὑπερέπτᾱ
Headword (normalized/stripped):
υπερεπτα
IDX:
40929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40930
Key:
ὑπερέπτᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερέπτᾱ</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑπερέπτᾱ<LblR>dial.3sg.athem.aor.</LblR></RefFm><RefFm>ὑπερέπτατο<LblR>3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπερπέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερέπτᾱ'}