Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
View word page
ὑπερ-επαινέω
ὑπερεπαινέωcontr.vb praise extravagantlyover-praisesomeone or sthg.Hdt. Ar. Isoc. Pl.

ShortDef

to praise above measure

Debugging

Headword:
ὑπερεπαινέω
Headword (normalized):
ὑπερεπαινέω
Headword (normalized/stripped):
υπερεπαινεω
IDX:
40927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40928
Key:
ὑπερεπαινέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-επαινέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>επαινέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>praise extravagantly<or/>over-praise</Tr><Obj>someone or sthg.<Au>Hdt. Ar. Isoc. Pl.<NBPlus/></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερεπαινέω'}