Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
View word page
ὑπερ-εξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξακισχῑ́λιοιαι αpl.num.adjmore than six thousandD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
Headword (normalized):
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
Headword (normalized/stripped):
υπερεξακισχιλιοι
IDX:
40924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40925
Key:
ὑπερεξακισχῑ́λιοι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-εξακισχῑ́λιοι</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>εξακισχῑ́λιοι</HL><Infl>αι α</Infl><PS>pl.num.adj</PS></HG><aS1><Tr>more than six thousand</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερεξακισχῑ́λιοι'}