Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
View word page
ὐπερ-έλαφρος
ὐπερέλαφροςονadjἐλαφρός of a hareexceedingly nimbleX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὐπερέλαφρος
Headword (normalized):
ὐπερέλαφρος
Headword (normalized/stripped):
υπερελαφρος
IDX:
40923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40924
Key:
ὐπερέλαφρος

Data

{'headword_display': '<b>ὐπερ-έλαφρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὐπερ<hyph/>έλαφρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐλαφρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hare</Indic><Tr>exceedingly nimble</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὐπερέλαφρος'}