Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
View word page
ὑπερ-εκχύννομαι
ὑπερεκχύννομαιpass.vbἐκχέω of the contents of a containerbe poured out overthe rimrun over, overflowNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερεκχύννομαι
Headword (normalized):
ὑπερεκχύννομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεκχυννομαι
IDX:
40922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40923
Key:
ὑπερεκχύννομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-εκχύννομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>εκχύννομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>ἐκχέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of the contents of a container</Indic><Def>be poured out over<Expl>the rim</Expl></Def><Tr>run over, overflow</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερεκχύννομαι'}