Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
ὑπερεράω
View word page
ὑπερ-εκπλήττομαι
ὑπερεκπλήττομαιAtt.pass.vbἐκπλήσσω be overwhelmed with astonishmentw. ἐπί + dat.at someoneX. be unduly alarmed byw.acc.someonew. ὡς + predic.adj.in the belief that he is invincibleD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερεκπλήττομαι
Headword (normalized):
ὑπερεκπλήττομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπληττομαι
IDX:
40921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40922
Key:
ὑπερεκπλήττομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-εκπλήττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>εκπλήττομαι</HL><PS>Att.pass.vb</PS><Ety><Ref>ἐκπλήσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be overwhelmed with astonishment</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ἐπί</Ref> + dat.</GLbl>at someone<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>be unduly alarmed by</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>someone<Expl><GLbl>w. <Ref>ὡς</Ref> + predic.adj.</GLbl>in the belief that he is invincible</Expl><Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερεκπλήττομαι'}