Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
ὑπερεξακισχῑ́λιοι
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπιθῡμέω
ὑπερέπτᾱ
ὑπερέπτω
View word page
ὑπερ-εκθεραπεύω
ὑπερεκθεραπεύωvb go to extravagant lengths to court the favour ofsomeoneAeschin.

ShortDef

to seek to win by excessive attention

Debugging

Headword:
ὑπερεκθεραπεύω
Headword (normalized):
ὑπερεκθεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκθεραπευω
IDX:
40920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40921
Key:
ὑπερεκθεραπεύω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-εκθεραπεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>εκθεραπεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>go to extravagant lengths to court the favour of</Tr><Obj>someone<Au>Aeschin.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερεκθεραπεύω'}