Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
ὐπερέλαφρος
View word page
ὑπερδικέω
ὑπερδικέωcontr.vbδίκη make a case in defence ofplead forw.gen.someone or sthg.A. Pl.

ShortDef

to plead for, act as advocate for

Debugging

Headword:
ὑπερδικέω
Headword (normalized):
ὑπερδικέω
Headword (normalized/stripped):
υπερδικεω
IDX:
40913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40914
Key:
ὑπερδικέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερδικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερδικέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>make a case in defence of</Def><Tr>plead for</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone or sthg.<Au>A. Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερδικέω'}