Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερεκπλήττομαι
ὑπερεκχύννομαι
View word page
ὑπερ-διατείνομαι
ὑπερδιατείνομαιmid.vb over-exert oneselfD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερδιατείνομαι
Headword (normalized):
ὑπερδιατείνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερδιατεινομαι
IDX:
40912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40913
Key:
ὑπερδιατείνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-διατείνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>διατείνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>over-exert oneself</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερδιατείνομαι'}