Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπερείπω
ὑπερεκθεραπεύω
View word page
ὑπερ-δειπνέω
ὑπερδειπνέωcontr.vb dine too wellMen.

ShortDef

feast immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερδειπνέω
Headword (normalized):
ὑπερδειπνέω
Headword (normalized/stripped):
υπερδειπνεω
IDX:
40910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40911
Key:
ὑπερδειπνέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-δειπνέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>δειπνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>dine too well</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερδειπνέω'}