Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδραμεῖν
Ὑπερείδης
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
View word page
ὑπερ-δειμαίνω
ὑπερδειμαίνωvb be extremely afraid ofsomeoneHdt. the lawHdt.cj., for ὑπο-

ShortDef

to be much afraid of

Debugging

Headword:
ὑπερδειμαίνω
Headword (normalized):
ὑπερδειμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερδειμαινω
IDX:
40908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40909
Key:
ὑπερδειμαίνω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-δειμαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>δειμαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be extremely afraid of</Tr><Obj>someone<Au>Hdt.</Au></Obj> <Obj>the law<Au>Hdt.<LblR>cj., for <Gr>ὑπο</Gr>-</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερδειμαίνω'}