Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
ὑπερδικέω
View word page
ὑπερ-γέμω
ὑπεργέμωvb of an armybe overloadedw.gen.w. plunderPlb.

ShortDef

to be overfull

Debugging

Headword:
ὑπεργέμω
Headword (normalized):
ὑπεργέμω
Headword (normalized/stripped):
υπεργεμω
IDX:
40903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40904
Key:
ὑπεργέμω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-γέμω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>γέμω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an army</Indic><Tr>be overloaded</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. plunder<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεργέμω'}