Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
ὑπερδιατείνομαι
View word page
ὑπερ-γεμίζομαι
ὑπεργεμίζομαιpass.vb of silver-minesbe over-mannedw. slave labourX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεργεμίζομαι
Headword (normalized):
ὑπεργεμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεργεμιζομαι
IDX:
40902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40903
Key:
ὑπεργεμίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-γεμίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>γεμίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of silver-mines</Indic><Tr>be over-manned<Expl>w. slave labour</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεργεμίζομαι'}