Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδέξιος
View word page
ὑπερ-γέλοιος
ὑπεργέλοιοςονAtt.adjὑπέργελοῖος of a situationexceedingly ridiculousD.

ShortDef

above measure ridiculous

Debugging

Headword:
ὑπεργέλοιος
Headword (normalized):
ὑπεργέλοιος
Headword (normalized/stripped):
υπεργελοιος
IDX:
40901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40902
Key:
ὑπεργέλοιος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-γέλοιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>γέλοιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Att.adj</PS><Ety><Ref>ὑπέρ</Ref><Ref>γελοῖος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a situation</Indic><Tr>exceedingly ridiculous</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπεργέλοιος'}