Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
View word page
ὑπερβολικός
ὑπερβολικόςή όνadjof an expression of gratitudeexcessive, extravagantPlb. ὑπερβολικῶςadvcompar.
ὑπερβολικώτερον
with exaggerationPlb.compar.more extravagantlyPlb.

ShortDef

hyperbolical, extravagant

Debugging

Headword:
ὑπερβολικός
Headword (normalized):
ὑπερβολικός
Headword (normalized/stripped):
υπερβολικος
IDX:
40897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40898
Key:
ὑπερβολικός

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερβολικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερβολικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an expression of gratitude</Indic><Tr>excessive, extravagant</Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ὑπερβολικῶς</HL><PS>adv</PS><FG><Deg><Lbl>compar.</Lbl><Form>ὑπερβολικώτερον</Form></Deg></FG></vHG> <advS1><Tr>with exaggeration</Tr><Au>Plb.</Au><vSGrm><GLbl>compar.</GLbl><Def>more extravagantly</Def><Au>Plb.</Au></vSGrm></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ὑπερβολικός'}