Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
ὑπέρδασυς
View word page
ὑπερβολάδην
ὑπερβολάδηνadvὑπερβολή to excessref. to drinking wineThgn.

ShortDef

immoderately, excessively

Debugging

Headword:
ὑπερβολάδην
Headword (normalized):
ὑπερβολάδην
Headword (normalized/stripped):
υπερβολαδην
IDX:
40895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40896
Key:
ὑπερβολάδην

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερβολάδην</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὑπερβολάδην</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ὑπερβολή</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>to excess</Tr><ModVb>ref. to drinking wine<Au>Thgn.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'ὑπερβολάδην'}