Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
ὑπεργέμω
ὑπεργήρως
View word page
ὑπερ-βιόω
ὑπερβιόωcontr.vb outlivew.gen.someonePlb.

ShortDef

outlive

Debugging

Headword:
ὑπερβιόω
Headword (normalized):
ὑπερβιόω
Headword (normalized/stripped):
υπερβιοω
IDX:
40894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40895
Key:
ὑπερβιόω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-βιόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>βιόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>outlive</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερβιόω'}