Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζομαι
View word page
ὑπερβίβασις
ὑπερβίβασιςfseeὑπέρβασις

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερβίβασις
Headword (normalized):
ὑπερβίβασις
Headword (normalized/stripped):
υπερβιβασις
IDX:
40892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40893
Key:
ὑπερβίβασις

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερβίβασις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπερβίβασις</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπέρβασις</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερβίβασις'}