Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
ὑπεργέλοιος
View word page
ὑπερ-βιβάζω
ὑπερβιβάζωvb transportw.acc.shipsacrossto the other side of a breakwaterPlb. sendw.acc.soldiersovera wallPlu.

ShortDef

to carry over

Debugging

Headword:
ὑπερβιβάζω
Headword (normalized):
ὑπερβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερβιβαζω
IDX:
40891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40892
Key:
ὑπερβιβάζω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-βιβάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>βιβάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>transport<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>ships</Prnth>across<Expl>to the other side of a breakwater</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> <vS1><Tr>send<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>soldiers</Prnth>over<Expl>a wall</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερβιβάζω'}