Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
ὑπεργάζομαι
View word page
ὑπερ-βιάζομαι
ὑπερβιάζομαιmid.vb of a calamitybe overwhelmingTh.

ShortDef

to press exceeding heavily

Debugging

Headword:
ὑπερβιάζομαι
Headword (normalized):
ὑπερβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερβιαζομαι
IDX:
40890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40891
Key:
ὑπερβιάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-βιάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>βιάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a calamity</Indic><Tr>be overwhelming</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερβιάζομαι'}