Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβρῑθής
View word page
ὑπερβήῃ
ὑπερβήῃ
ep.3sg.athem.aor.subj.
ὑπέρβην
ep.athem.aor.
see
ὑπερβαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερβήῃ
Headword (normalized):
ὑπερβήῃ
Headword (normalized/stripped):
υπερβηη
IDX:
40889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40890
Key:
ὑπερβήῃ
Data
{'headword_display': '<b>ὑπερβήῃ</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑπερβήῃ<LblR>ep.3sg.athem.aor.subj.</LblR></RefFm><RefFm>ὑπέρβην<LblR>ep.athem.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπερβαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερβήῃ'}