Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
Ὑπερβόρεοι
View word page
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβεβλημένωςpf.mid.ptcpl.advsee underὑπερβάλλω

ShortDef

beyond all measure, immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερβεβλημένως
Headword (normalized):
ὑπερβεβλημένως
Headword (normalized/stripped):
υπερβεβλημενως
IDX:
40888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40889
Key:
ὑπερβεβλημένως

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερβεβλημένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπερβεβλημένως</HL><PS>pf.mid.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ὑπερβάλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερβεβλημένως'}