Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
View word page
ὑπερ-βαρής
ὑπερβαρήςέςadjβάρος quasi-advbl., of a deity falling on a victimwith overwhelming weightA.

ShortDef

exceedingly heavy

Debugging

Headword:
ὑπερβαρής
Headword (normalized):
ὑπερβαρής
Headword (normalized/stripped):
υπερβαρης
IDX:
40884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40885
Key:
ὑπερβαρής

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-βαρής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>βαρής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βάρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a deity falling on a victim</Indic><Tr>with overwhelming weight</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερβαρής'}