Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβιβάζω
View word page
ὑπερ-άχθομαι
ὑπεράχθομαιpass.vb be extremely upsetw.dat.by an eventHdt. be excessively angryw.dat.w. someoneS.

ShortDef

to be exceedingly grieved at

Debugging

Headword:
ὑπεράχθομαι
Headword (normalized):
ὑπεράχθομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραχθομαι
IDX:
40881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40882
Key:
ὑπεράχθομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-άχθομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>άχθομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be extremely upset</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by an event<Au>Hdt.</Au></Cmpl> <vS2><Tr>be excessively angry</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>S.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεράχθομαι'}