Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβήῃ
View word page
ὑπερᾱ́φανος
ὑπερᾱ́φανοςdial.adjseeὑπερήφανος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερᾱ́φανος
Headword (normalized):
ὑπερᾱ́φανος
Headword (normalized/stripped):
υπεραφανος
IDX:
40879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40880
Key:
ὑπερᾱ́φανος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερᾱ́φανος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπερᾱ́φανος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπερήφανος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερᾱ́φανος'}