Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
ὑπερβατός
View word page
ὑπεραυχέω
ὑπεραυχέωcontr.vbὑπέραυχος be overconfidentoverproudTh.

ShortDef

to be overproud

Debugging

Headword:
ὑπεραυχέω
Headword (normalized):
ὑπεραυχέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραυχεω
IDX:
40877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40878
Key:
ὑπεραυχέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεραυχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπεραυχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὑπέραυχος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be overconfident<or/>overproud</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραυχέω'}