Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
ὑπέρβασις
View word page
ὑπερ-αυξάνομαι
ὑπεραυξάνομαιmid.pass.vb of personsgrow excessively powerfulAnd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεραυξάνομαι
Headword (normalized):
ὑπεραυξάνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραυξανομαι
IDX:
40876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40877
Key:
ὑπεραυξάνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αυξάνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αυξάνομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>grow excessively powerful</Tr><Au>And.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραυξάνομαι'}