Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
ὑπερβασίᾱ
View word page
ὑπερ-άτοπος
ὑπεράτοποςονadj of a state of affairsexceedingly oddD.

ShortDef

beyond measure, absurd

Debugging

Headword:
ὑπεράτοπος
Headword (normalized):
ὑπεράτοπος
Headword (normalized/stripped):
υπερατοπος
IDX:
40875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40876
Key:
ὑπεράτοπος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-άτοπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>άτοπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a state of affairs</Indic><Tr>exceedingly odd</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπεράτοπος'}