Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρής
View word page
ὑπερ-άστειος
ὑπεράστειοςονadjἀστεῖος of a personexceedingly refinedw.acc.in appearanceMen.

ShortDef

exceedingly polished

Debugging

Headword:
ὑπεράστειος
Headword (normalized):
ὑπεράστειος
Headword (normalized/stripped):
υπεραστειος
IDX:
40874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40875
Key:
ὑπεράστειος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-άστειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>άστειος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀστεῖος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>exceedingly refined<Expl><GLbl>w.acc.</GLbl>in appearance</Expl></Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπεράστειος'}