Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
View word page
ὑπέρ-ασθμος
ὑπέρασθμοςονadjἄσθμα of a wild animalpanting excessivelyshort of breathX.

ShortDef

panting exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπέρασθμος
Headword (normalized):
ὑπέρασθμος
Headword (normalized/stripped):
υπερασθμος
IDX:
40871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40872
Key:
ὑπέρασθμος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-ασθμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>ασθμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄσθμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wild animal</Indic><Def>panting excessively</Def><Tr>short of breath</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρασθμος'}