Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπερᾱ́φανος
ὑπεραχθής
View word page
ὑπερ-ασθενής
ὑπερασθενήςέςadj of a personexceedingly weakArist.

ShortDef

exceeding weak

Debugging

Headword:
ὑπερασθενής
Headword (normalized):
ὑπερασθενής
Headword (normalized/stripped):
υπερασθενης
IDX:
40870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40871
Key:
ὑπερασθενής

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ασθενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>ασθενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>exceedingly weak</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερασθενής'}