Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
ὑπεραυξάνομαι
ὑπεραυχέω
View word page
ὑπερ-αποκρῑ́νομαι
ὑπεραποκρῑ́νομαιmid.vb answerchargeson behalf ofdefendw.gen.someoneAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεραποκρῑ́νομαι
Headword (normalized):
ὑπεραποκρῑ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραποκρινομαι
IDX:
40867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40868
Key:
ὑπεραποκρῑ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αποκρῑ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αποκρῑ́νομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>answer<Prnth>charges</Prnth>on behalf of</Def><Tr>defend</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραποκρῑ́νομαι'}