Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπεράστειος
ὑπεράτοπος
View word page
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπερᾱ́νωρdial.masc.adjseeὑπερήνωρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερᾱ́νωρ
Headword (normalized):
ὑπερᾱ́νωρ
Headword (normalized/stripped):
υπερανωρ
IDX:
40865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40866
Key:
ὑπερᾱ́νωρ

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερᾱ́νωρ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπερᾱ́νωρ</HL><PS>dial.masc.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπερήνωρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερᾱ́νωρ'}