Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
ὑπερασπάζομαι
View word page
ὐπερᾱνόρεος
ὐπερᾱνόρεοςAeol.adjseeὑπερήνωρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὐπερᾱνόρεος
Headword (normalized):
ὐπερᾱνόρεος
Headword (normalized/stripped):
υπερανορεος
IDX:
40862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40863
Key:
ὐπερᾱνόρεος

Data

{'headword_display': '<b>ὐπερᾱνόρεος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὐπερᾱνόρεος</HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπερήνωρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὐπερᾱνόρεος'}