Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
ὑπέρασθμος
View word page
ὑπερ-ανατείνω
ὑπερανατείνωvb stretch outexpose one's neckX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερανατείνω
Headword (normalized):
ὑπερανατείνω
Headword (normalized/stripped):
υπερανατεινω
IDX:
40861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40862
Key:
ὑπερανατείνω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ανατείνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>ανατείνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>stretch out</Def><Tr>expose</Tr> <Obj>one's neck<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑπερανατείνω'}