Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπερασθενής
View word page
ὑπερ-αναίσχυντος
ὑπεραναίσχυντοςονadj of an actionexceedingly impudentD.

ShortDef

exceeding impudent

Debugging

Headword:
ὑπεραναίσχυντος
Headword (normalized):
ὑπεραναίσχυντος
Headword (normalized/stripped):
υπεραναισχυντος
IDX:
40860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40861
Key:
ὑπεραναίσχυντος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αναίσχυντος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>αναίσχυντος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an action</Indic><Tr>exceedingly impudent</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπεραναίσχυντος'}