Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραρρωδέω
View word page
ὑπερ-αναιδεύομαι
ὑπεραναιδεύομαιpass.vbἀναιδής be surpassed in shamelessnessAr.

ShortDef

to be surpassed in impudence

Debugging

Headword:
ὑπεραναιδεύομαι
Headword (normalized):
ὑπεραναιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραναιδευομαι
IDX:
40859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40860
Key:
ὑπεραναιδεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αναιδεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αναιδεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>ἀναιδής</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be surpassed in shamelessness</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραναιδεύομαι'}