Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
ὑπεραπολογέομαι
View word page
ὑπερ-αμπέχω
ὑπεραμπέχωvb ptcpl.adj.of the skyproviding a cover above, over-archingTim.

ShortDef

cover all in its embrace

Debugging

Headword:
ὑπεραμπέχω
Headword (normalized):
ὑπεραμπέχω
Headword (normalized/stripped):
υπεραμπεχω
IDX:
40858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40859
Key:
ὑπεραμπέχω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αμπέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αμπέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of the sky</Indic><Def>providing a cover above, over-arching</Def><Au>Tim.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραμπέχω'}