Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρῑ́νομαι
View word page
ὑπέρ-αλλος
ὑπέραλλοςονadjἄλλος of a spearsuperior to othersmatchlessPi.

ShortDef

above others, exceeding great

Debugging

Headword:
ὑπέραλλος
Headword (normalized):
ὑπέραλλος
Headword (normalized/stripped):
υπεραλλος
IDX:
40857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40858
Key:
ὑπέραλλος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-αλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>αλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄλλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spear</Indic><Def>superior to others</Def><Tr>matchless</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέραλλος'}