Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
ὑπεραποθνῄσκω
View word page
ὑπερ-άλλομαι
ὑπεράλλομαιmid.vbep.athem.aor.: 3sg.
ὑπέραλτο
ptcpl.
ὑπεράλμενος
leap overmen and horses, a fenceIl. X.w.gen.a wallIl. leap beyonda certain distanceX.

ShortDef

to leap over

Debugging

Headword:
ὑπεράλλομαι
Headword (normalized):
ὑπεράλλομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραλλομαι
IDX:
40856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40857
Key:
ὑπεράλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-άλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>άλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.athem.aor.: 3sg.</Lbl><Form>ὑπέραλτο</Form><Lbl>ptcpl.</Lbl><Form>ὑπεράλμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>leap over</Tr><Cmpl>men and horses, a fence<Au>Il. X.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a wall<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>leap beyond</Tr><Cmpl>a certain distance<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεράλλομαι'}