Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπερᾱ́νωρ
View word page
ὑπερ-αλκής
ὑπεραλκήςέςadjἀλκή of military positionsextremely strongPlu.

ShortDef

exceeding strong

Debugging

Headword:
ὑπεραλκής
Headword (normalized):
ὑπεραλκής
Headword (normalized/stripped):
υπεραλκης
IDX:
40855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40856
Key:
ὑπεραλκής

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αλκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>αλκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀλκή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of military positions</Indic><Tr>extremely strong</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπεραλκής'}