Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανατείνω
ὐπερᾱνόρεος
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
View word page
ὑπερ-αλγής
ὑπεραλγήςέςadjἄλγος of a personin extreme painPlb. of angerextremely painfulS.

ShortDef

exceeding grievous

Debugging

Headword:
ὑπεραλγής
Headword (normalized):
ὑπεραλγής
Headword (normalized/stripped):
υπεραλγης
IDX:
40854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40855
Key:
ὑπεραλγής

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αλγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>αλγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄλγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>in extreme pain</Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <aS1><Indic>of anger</Indic><Tr>extremely painful</Tr><Au>S.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'ὑπεραλγής'}