Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
View word page
ὑπερ-ακοντίζω
ὑπερακοντίζωvb fig.shoot beyondsurpasssomeonew.dat.in or w. sthg.Ar. w.ptcpl.in doing sthg.Ar.

ShortDef

to overshoot

Debugging

Headword:
ὑπερακοντίζω
Headword (normalized):
ὑπερακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερακοντιζω
IDX:
40850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40851
Key:
ὑπερακοντίζω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ακοντίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>ακοντίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Def>shoot beyond</Def><Tr>surpass</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in or w. sthg.</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> <Cmpl><Indic><GLbl>w.ptcpl.</GLbl>in doing sthg.</Indic><Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερακοντίζω'}